φιλοφυσικός

φιλοφυσικός
φῐλο-φῠσικός, ,
A lover of nature, naturalist, Gal.13.102.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοφυσικός — ή, όν, Α (ως προσωνυμία τού Ασκληπιάδου) αυτός που αγαπά την φύση και τις δυνάμεις της. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φύσις] …   Dictionary of Greek

  • φιλοφυσικοῦ — φιλοφυσικός lover of nature masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”